υβριστικός

υβριστικός
-ή, -ό / ὑβριστικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [ὑβρίζω]
(για λόγια ή πράξεις) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ύβρι, αυτός που αποτελεί ύβρι, προσβλητικός (α. «υβριστική συμπεριφορά» β. «ὑβριστικὴν καὶ βάρβαρον ἐπιστολήν», Αισχίν.
γ. «ὑβριστικὴ διήγησις», Δίον. Αλ.)
αρχ.
1. (για πρόσ.) θρασύς, αυθάδης ή βίαιος
2. (για φυτά και κυρίως για την άμπελο) αυτός που παρουσιάζει οργιώδη ανάπτυξη («καὶ ὅσα τῶν γενῶν ὑβριστικά, τοῡ ἧρος δεῑ τμηθῆναι», Θεόφρ.)
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑβριστικόν
αυθάδεια, αναίδεια
4. (το ουδ. πληθ. ως κύριο όν.) τὰ Ὑβριστικά
γιορτή τών Αργείων σε ανάμνηση τής Τηλεσίλλης, γιορτή κατά την οποία άνδρες και γυναίκες αντήλλασσαν αμοιβαία τα ενδύματά τους
5. φρ. «ὑβριστικὰ ἀδικήματα» — αδικήματα που πηγάζουν από υπέρμετρη θρασύτητα και αυθάδεια και τα οποία αποτελούν προσβολή για τον αποδέκτη τους (Αριστοτ.).
επίρρ...
υβριστικώς / ὑβριστικῶς ΝΜΑ, και υβριστικά Ν
με υβριστικό, με προσβλητικό τρόπο
αρχ.
με αναίδεια, με αυθάδεια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ὑβριστικός — given to wantonness masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υβριστικός — ή, ό επίρρ. ά 1. που έχει τάση στο να βρίζει: Επικρατεί υβριστικό πνεύμα. 2. που αποτελεί ύβρη, προσβλητικός: Υβριστικοί λόγοι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑβριστικά — ὑβριστικός given to wantonness neut nom/voc/acc pl ὑβριστικά̱ , ὑβριστικός given to wantonness fem nom/voc/acc dual ὑβριστικά̱ , ὑβριστικός given to wantonness fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑβριστικώτερον — ὑβριστικός given to wantonness adverbial comp ὑβριστικός given to wantonness masc acc comp sg ὑβριστικός given to wantonness neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑβριστικῶν — ὑβριστικός given to wantonness fem gen pl ὑβριστικός given to wantonness masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑβριστικόν — ὑβριστικός given to wantonness masc acc sg ὑβριστικός given to wantonness neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑβριστικώτατα — ὑβριστικός given to wantonness adverbial superl ὑβριστικός given to wantonness neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑβριστικώτατον — ὑβριστικός given to wantonness masc acc superl sg ὑβριστικός given to wantonness neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑβριστικαῖς — ὑβριστικός given to wantonness fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑβριστικαί — ὑβριστικός given to wantonness fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”